- ἑταιρεύομαι
- ἑταιρ-εύομαι, [voice] Pass.,A prostitute oneself, D.S.12.21, Theopomp. Hist.217c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εταιρεύομαι — ἑταιρεύομαι (Α) [εταίρος] (για άνδρες) εκδίδω τον εαυτό μου, πορνεύομαι … Dictionary of Greek
ἑταιρευομένων — ἑταιρεύομαι prostitute oneself pres part mp fem gen pl ἑταιρεύομαι prostitute oneself pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρευομένους — ἑταιρεύομαι prostitute oneself pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρεύηται — ἑταιρεύομαι prostitute oneself pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek